- ξυλοστεγής
- ξῠλο-στεγής, ές,A covered with wood, prob. in POxy.2146.13 (iii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ξυλοστεγής — ξυλοστεγής, ές (ΑΜ, Μ και ξυλόστεγος, ον) αυτός που έχει ξύλινη στέγη, ξυλοσκέπαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυλον + στέγης (< στέγω «καλύπτω, στεγάζω»), πρβλ. λιθο στεγής. Ο τ. ξυλόστεγος < ξύλον + στεγος (< στέγη), πρβλ. χρυσό στεγος] … Dictionary of Greek
ξυλοστεγές — ξυλοστεγής covered with wood masc/fem voc sg ξυλοστεγής covered with wood neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κεφαλονιά — Νησί (781,49 τ. χλμ., 36.404 κάτ.), του Ιονίου πελάγους με πρωτεύουσα το Αργοστόλι. Είναι γνωστό και ως Κεφαλληνία. Αποτελεί το μεγαλύτερο νησί των Επτανήσων και το έκτο μεγαλύτερο της Ελλάδας. Βρίσκεται απέναντι από τον Πατραϊκό κόλπο. Το… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
ξυλόστεγος — ξυλόστεγος, ον (Μ) βλ. ξυλοστεγής … Dictionary of Greek
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek
Κωνσταντινούπολη — (τουρκ. Istanbul). Πόλη (8.831.805 κάτ. το 2000) της ευρωπαϊκής Τουρκίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (5.220 τ. χλμ., 10.018.735 κάτ.). Είναι χτισμένη στις δύο πλευρές του Κεράτιου κόλπου (τουρκ. Halic) στο στόμιο του Βοσπόρου (τουρκ.… … Dictionary of Greek
Μουσείο Αντιβουνιώτισσας (Κερκύρας) — Το μουσείο μεταβυζαντινής τέχνης της Κέρκυρας –ένα από τα σπουδαιότερα κέντρα εξέλιξης της εκκλησιαστικής ζωγραφικής κατά τη διάρκεια της μεταβυζαντινής περιόδου– λειτουργεί και πάλι από το 1994, μετά τη δεύτερη, τελική φάση αναστήλωσης του ναού… … Dictionary of Greek
Πήλιο — I Βουνό της ανατολικής Θεσσαλίας, που αρχίζει από το ακρωτήριο Δερματά και με νοτιοανατολική διεύθυνση απολήγει στο ακρωτήριο Τραχήλι, στον Παγασητικό κόλπο, σχηματίζοντας τη χερσόνησο της Μαγνησίας. Ψηλότερη κορυφή του είναι το Πλιασίδι (1.551 μ … Dictionary of Greek